- λαβρόσυτος
- λαβρό-σῠτος, ον, ([etym.] σεύω)A rushing furiously, A.Pr.600 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαβρόσυτος — λαβρόσυτος, ον (Α) αυτός που ορμά με μανία, με θυελλώδη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + συτος (< σεύομαι «ορμώ, εκτοξεύω»), πρβλ. θεό συτος] … Dictionary of Greek
λαβρόσυτος — rushing furiously masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… … Dictionary of Greek